Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ χαλινός

См. также в других словарях:

  • χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… …   Dictionary of Greek

  • αντιγλωσσίδι — και αντίγλωσσο, το 1. ο χαλινός της γλώσσας, η μεμβράνη που συνδέει το κάτω μέρος της γλώσσας με το στόμα 2. κακή άρθρωση, γλωσσοδέτης 3. αθυροστομία με βρισιές …   Dictionary of Greek

  • υπογλωσσίς — και αττ. τ. ὑπογλωττίς, ίδος, ἡ, Α 1. οίδημα στη στοματική κοιλότητα κάτω από τη γλώσσα 2. η κάτω επιφάνεια τής γλώσσας 3. ο χαλινός τής γλώσσας 4. φάρμακο για τον βήχα 5. στεφάνι από ὑπόγλωσσον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλῶσσα + επίθημα ίς,… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ — (Thomas Robert Malthus, Ντόρκιν, Σάρεϊ 1766 – Χεϊλιμπέρι, Χέρτφορντ 1834). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν ο δευτερότοκος γιος από τα οκτώ παιδιά του Ντάνιελ Μάλθους, ενός επαρχιακού ευγενούς. Σπούδασε στο Κολέγιο του Ιησού στο Πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… …   Dictionary of Greek

  • ψέλιο — το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Α κόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό τού χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλι νεοελλ. 1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους …   Dictionary of Greek

  • ψάλιον — τὸ, ΜΑ, και ψάλλιον και αιολ. τ. σπάλιον Α αλυσίδα τού χαλινού τών αλόγων η οποία περνάει κάτω από το σαγόνι («τὸ περὶ γένειον διειρόμενον ψάλιον», Πολυδ.) μσν. (κατ επέκτ.) σαγόνι αλόγου αρχ. 1. ολόκληρος ο χαλινός, συμπεριλαμβανομένου και τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»